- αγναντιαστός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αντικριστός: Στο χωριό τα σπίτια μας ήταν αγναντιαστά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγναντιαστός — ή, ό [αγναντιάζω] 1. αυτός που βρίσκεται απέναντι, αντικριστός 2. επίρρ. αγναντιαστά απέναντι, αγνάντια … Dictionary of Greek